- τραχειίτιδα
- η, Νιατρ. βλ. τραχεΐτιδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραχειίτιδα — η φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας από ψύξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασταγμός — κατασταγμός, ὁ (Α) [καταστάζω] 1. η καταρροή 2. φρ. «κατασταγμός ἀρτηρίας» η τραχειίτιδα … Dictionary of Greek
στηθοκατάρρους — ο, Ν ιατρ. κατάρρους τού στήθους, παλαιός όρος για την τραχειίτιδα και τη βρογχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάρρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Ι. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
τραχεΐτιδα — και τραχειίτιδα και τραχείτιδα, η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού βλεννογόνου τής τραχείας, σπάνια μεμονωμένη, και πάντοτε σχεδόν σε συνδυασμό με ρινίτιδα, λαρυγγίτιδα ή βρογχίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ., γαλλ. tracheite (< τραχεία + κατάλ. ῖτις … Dictionary of Greek